- πολύωρος
- -η, -ο / πολύωρος, -ον, ΝΑνεοελλ.1. αυτός που διαρκεί πολλές ώρες («πολύωρη συζήτηση»)2. μακροχρόνιοςαρχ.πολυετής («οἶνον... πολύωρον», Δίος).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -ωρος (< ὥρα), πρβλ. εξά-ωρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολύωρος — many years old masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύωρος — η, ο αυτός που διαρκεί πολλές ώρες: Πολύωρη διαδρομή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολύωρον — πολύωρος many years old masc/fem acc sg πολύωρος many years old neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek